- καταφυγή
- ἡ (AM καταφυγή) [καταφεύγω]1. το να καταφεύγει κάποιος κάπου ή σε κάποιον για ασφάλεια ή αναζήτηση προστασίας2. έκκληση, επίκληση3. ο τόπος ή το πρόσωπο όπου καταφεύγει κανείς για ασφάλεια ή σωτηρία, καταφύγιο|| νεοελλ. φρ. ναυτ. «αγκυροβόλια καταφυγής» ή «λιμένες καταφυγής» — λιμάνια που παρέχουν ασφάλεια από την κακοκαιρία ή από εχθρική ενέργεια σε μεμονωμένα πλοία ή σε νηοπομπή και που καθορίζονται εκ τών προτέρωναρχ.τρόπος υπεκφυγής, πρόφαση («μεγάλων ἀδικημάτων οὐκ ἔχων καταφυγὴν ὁ Φορμίων», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.